- ενθαρρυντικός
- η , ό[ν] ободряющий, поощряющий, воодушевляющий; поощрительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενθαρρυντικός — ή, ό αυτός που εμπνέει θάρρος, ενθαρρύνει, εμψυχώνει, γίνεται προς ενθάρρυνση («ενθαρρυντικοί λόγοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
ενθαρρυντικός, -ή — ό επίρρ. ά που δίνει θάρρος, που γίνεται για ενθάρρυνση, εμψυχωτικός: Ενθαρρυντικά λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άθυμος — η, ο (Α ἄθυμος, ον) νεοελλ. δύσθυμος, άκεφος, στενοχωρημένος, μελαγχολικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει θάρρος, ο δειλός 2. ο μη θυμοειδής, ο δίχως οργή ή πάθος 3. ο μη ενθαρρυντικός, ο δυσάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θυμός. ΠΑΡ. αθυμία,… … Dictionary of Greek
αναθαρρυντικός — ή, ό αυτός που φέρνει αναθάρρυνση, ενθαρρυντικός, εμψυχωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εγκαρδιωτικός — ή, ό αυτός που έχει τη δύναμη να εγκαρδιώνει, ενθαρρυντικός … Dictionary of Greek
εμψυχωτικός — ή, ό ο κατάλληλος ή χρήσιμος για εμψύχωση, ενθαρρυντικός, αναζωογονητικός, ζωογόνος. επίρρ... εμψυχωτικώς, ά με τρόπο εμψυχωτικό, ενθαρρυντικά … Dictionary of Greek
επιρρωστικός — ή, ό ενισχυτικός, τονωτικός, ενθαρρυντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιρρώννυμι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
επιτρεπτικός — ή, ό (Α ἐπιτρεπτικός, ή, όν) [επιτρέπω] αυτός που επιτρέπει κάτι, που προτρέπει, παρακινεί («ὁ μὴ προσέχων λόγοις ἐπιτρεπτικοῑς καὶ παιδευτικοῑς», Ωριγ.) νεοελλ. (νομ.) «επιτρεπτικό δίκαιο» το σύνολο τών κανόνων τού ιδιωτικού δικαίου που μπορούν… … Dictionary of Greek
θαρρετός — και θαρρευτός, ή, ό [Μ θαρρετός, ή, ό(ν)] [θαρρώ] 1. αυτός που έχει θάρρος, θαρραλέος, τολμηρός 2. ενθαρρυντικός («θαρρετό σημάδι», Φαλιέρ.) νεοελλ. 1. θρασύς, αναιδής, αυθάδης («σαν πολύ θαρρετός είναι αυτός και δεν μού αρέσει») 2. ταχύς,… … Dictionary of Greek
παρηγορητικός — ή, ό / παρηγορητικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρηγορώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρηγοριά ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να παρηγορεί, παραμυθητικός αρχ. 1. καταπραϋντικός («καταπλάσμασι παρηγορητικωτάτοις», Γαλ.) 2. παρηγορικός,… … Dictionary of Greek
παρηγορικός — ή, ό / παρηγορικός, ή, όν, ΝΑ [παρήγορος] νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός θεραπευτικής μεθόδου που αποβλέπει στην ανακούφιση τών συμπτωμάτων ενός ασθενούς, η κατάσταση τού οποίου δεν επιδέχεται αιτιολογική θεραπεία 2. φρ. «παρηγορικό ελιξίριο… … Dictionary of Greek